- γερμάνι
- Είδος αγριόπαπιας της οικογένειας των ανατιδών, της τάξης των χηνομόρφων, με νηκτική μεμβράνη ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της. Tο μήκος της δεν υπερβαίνει τα 60 εκ. Το αρσενικό τον χειμώνα και την άνοιξη έχει φτέρωμα εντυπωσιακό, σε διάφορους χρωματισμούς, ενώ κατά την περίοδο της αναπαραγωγής η όψη του δεν είναι εντυπωσιακή (αλλαγή αναδρομής). Tο αρσενικό διακρίνεται από το θηλυκό, που έχει βασικά καστανωπό χρώμα, από τέσσερα φτερά στην άκρη της ουράς, γυρισμένα προς τα πάνω. Το ράμφος, ίσο περίπου στο μήκος με το κεφάλι, είναι κίτρινο· τα πόδια έχουν ένα ζωηρό κίτρινο-πορτοκαλί χρώμα. Το γ. είναι μεταναστευτικό πτηνό. Ζει στις λίμνες και στους ποταμούς του βόρειου ημισφαίριου, με κατώτερο όριο προς τα Ν τις 10° βόρειου πλάτους. Στην Ελλάδα και σε άλλες μεσογειακές χώρες σταθμεύει κατά τις μεταναστεύσεις τους τον χειμώνα, αλλά και το φθινόπωρο και την άνοιξη.
Το γερμάνι, είδος αγριόπαπιας, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στο βόρειο ημισφαίριο· από αυτό προήλθαν οι εξημερωμένες πάπιες.
Dictionary of Greek. 2013.